1 ενιζω
(μουσεῖα καὴ θάκους Eur.)
(ἀπηνθηκότι καὴ σώματι καὴ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει ἔρως Plat.)
(Ξενοφάνης πρῶτος τούτων ἑνίσας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > ενιζω